Στις 28 Ιανουαρίου 2025, η αστυνομία της Ουάσινγκτον συνέλαβε τον Ράιαν Μάικλ Ίνγκλις, έναν 24χρονο άνδρα από το Σάουθ Ντίαρφιλντ, Μασαχουσέτης, ο οποίος βρέθηκε κοντά στο Καπιτώλιο των Ηνωμένων Πολιτειών με δύο βόμβες μολότοφ και έναν αναδιπλούμενο σουγιά. Ο Ίνγκλις φέρεται να είχε σκοπό να δολοφονήσει σημαντικά πολιτικά πρόσωπα της κυβέρνησης του Ντόναλντ Τραμπ, συμπεριλαμβανομένου του νέου Υπουργού Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ, του Υπουργού Άμυνας Πιτ Χέγκσεθ, του Προέδρου της Βουλής Μάικ Τζόνσον, καθώς και μελών του The Heritage Foundation, ενός συντηρητικού think tank.
Οι συνθήκες της σύλληψης
Ο Ίνγκλις, σύμφωνα με τις αναφορές της αστυνομίας, παραδόθηκε μόνος του στις αρχές, αναφέροντας ότι ήταν οπλισμένος και ότι είχε συγκεκριμένα σχέδια δολοφονίας κατά μελών της αμερικανικής κυβέρνησης. Οι αστυνομικοί τον συνέλαβαν γρήγορα, κατάσχεσαν τα όπλα που είχε στην κατοχή του και ξεκίνησαν άμεσα ανακρίσεις για να διαπιστώσουν αν είχε συνεργούς ή αν συνδεόταν με κάποια τρομοκρατική οργάνωση.
Η αστυνομία του Καπιτωλίου ανέφερε ότι η σύλληψη έγινε χωρίς αντίσταση και ότι ο Ίνγκλις ήταν ιδιαίτερα ψύχραιμος όταν παρέδωσε τον οπλισμό του. Οι αρχές βρήκαν στην κατοχή του δύο βόμβες μολότοφ, τις οποίες φέρεται να είχε ετοιμάσει για επίθεση, καθώς και έναν σουγιά. Μετά τη σύλληψή του, οδηγήθηκε στο ομοσπονδιακό δικαστήριο της Ουάσινγκτον, όπου του απαγγέλθηκαν κατηγορίες για παράνομη οπλοκατοχή και μεταφορά επικίνδυνων όπλων σε κυβερνητική περιοχή.
Τα κίνητρα του δράστη
Αν και τα ακριβή κίνητρα του Ίνγκλις δεν έχουν γίνει πλήρως γνωστά, οι πρώτες πληροφορίες δείχνουν ότι αντιτίθετο στη συντηρητική πολιτική της κυβέρνησης Τραμπ. Σύμφωνα με πηγές από τις ανακριτικές αρχές, είχε εκφράσει έντονες πολιτικές απόψεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και πιθανότατα έδρασε μόνος του, χωρίς να έχει σχέση με κάποια τρομοκρατική ομάδα.
Ο στόχος του ήταν να σκοτώσει τον Υπουργό Οικονομικών Σκοτ Μπέσεντ, ο οποίος είχε μόλις αναλάβει τα καθήκοντά του, καθώς και άλλους κορυφαίους αξιωματούχους της κυβέρνησης. Ο ίδιος παραδέχτηκε στις αρχές ότι είχε σκοπό να επιτεθεί και εναντίον του Υπουργού Άμυνας Πιτ Χέγκσεθ, καθώς και του Προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων Μάικ Τζόνσον.
Επιπλέον, ο Ίνγκλις είχε στοχοποιήσει το Heritage Foundation, έναν συντηρητικό οργανισμό που υποστηρίζει πολιτικές της δεξιάς πτέρυγας. Οι αρχές εξετάζουν αν ο δράστης είχε επισκεφθεί το Καπιτώλιο στο παρελθόν ή αν είχε επαφές με άλλα άτομα που θα μπορούσαν να τον βοηθήσουν στο σχέδιό του.
Η αντίδραση των αρχών
Η σύλληψη του Ίνγκλις έχει πυροδοτήσει ανησυχίες για την ασφάλεια στο Καπιτώλιο, ειδικά μετά τα γεγονότα της εισβολής της 6ης Ιανουαρίου 2021. Οι αμερικανικές αρχές τόνισαν ότι λαμβάνουν πολύ σοβαρά υπόψη τέτοιες απειλές και ότι η ταχεία επέμβαση της αστυνομίας απέτρεψε πιθανή τρομοκρατική επίθεση.
Η μυστική υπηρεσία των ΗΠΑ και το FBI ξεκίνησαν έρευνες για να διαπιστώσουν αν ο Ίνγκλις είχε σχέσεις με ακραίες οργανώσεις ή αν σχεδίαζε περαιτέρω επιθέσεις. Οι εισαγγελικές αρχές επεξεργάζονται το ενδεχόμενο να του επιβληθούν βαριές ποινές, καθώς τα αδικήματα που αντιμετωπίζει περιλαμβάνουν παράνομη μεταφορά όπλων σε κυβερνητικό έδαφος και σχεδιασμό δολοφονίας κρατικών αξιωματούχων.
Πολιτικές και κοινωνικές αντιδράσεις
Το περιστατικό έχει προκαλέσει αντιδράσεις στο πολιτικό σκηνικό των ΗΠΑ. Οι Ρεπουμπλικάνοι υποστηρίζουν ότι η σύλληψη αυτή αποδεικνύει την ανάγκη για αυστηρότερη ασφάλεια γύρω από το Καπιτώλιο και τους κυβερνητικούς αξιωματούχους. Από την άλλη, οι Δημοκρατικοί εκφράζουν ανησυχία για την αυξανόμενη πόλωση και το γεγονός ότι ο δημόσιος λόγος γίνεται όλο και πιο ακραίος και επικίνδυνος.
Πολλοί πολιτικοί έχουν εκφράσει την ανησυχία τους για το πώς τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επιτρέπουν τη ριζοσπαστικοποίηση ατόμων όπως ο Ίνγκλις. Ορισμένοι ζητούν αυστηρότερα μέτρα ελέγχου της ρητορικής μίσους και της διαδικτυακής βίας, ενώ άλλοι υποστηρίζουν ότι η ελευθερία της έκφρασης δεν πρέπει να περιοριστεί.