Από την περίοδο της Χούντας έως και σήμερα, η σχέση του ελληνικού κράτους με τους εφοπλιστές παραμένει σταθερά προνομιακή, αν και πλέον λειτουργεί σε ένα δημοκρατικό πλαίσιο. Ωστόσο, το ερώτημα παραμένει: πώς είναι δυνατόν μια τόσο ισχυρή βιομηχανία να συνεχίζει να λειτουργεί σχεδόν αφορολόγητα, ενώ ο υπόλοιπος λαός υπόκειται σε αυστηρές φορολογικές πολιτικές;
Κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής δικτατορίας (1967–1974), η Χούντα είχε σαφή συμφέροντα να διατηρήσει καλές σχέσεις με τους εφοπλιστές. Τους εξασφάλισε πλήρη προστασία και σταθερότητα στο επιχειρηματικό περιβάλλον, προσφέροντας φορολογική ασυλία και ελαστικούς ελέγχους. Ο Νόμος 89 του 1967, που προέβλεπε τη φορολόγηση των ναυτιλιακών εταιρειών βάσει χωρητικότητας πλοίων και όχι με βάση τα κέρδη, καθιέρωσε ένα καθεστώς που παραμένει σε ισχύ μέχρι σήμερα, σχεδόν απαράλλακτο.
Πολλοί μεγάλοι εφοπλιστές, όπως ο Σταύρος Νιάρχος, διατήρησαν μια διακριτική στάση και φέρονται να είχαν καλές σχέσεις με το καθεστώς. Άλλοι, όπως ο Αριστοτέλης Ωνάσης, επέλεξαν να κρατήσουν αποστάσεις, ενδεχομένως επειδή είχαν ήδη παγιωμένη διεθνή παρουσία και δεν εξαρτώνταν από την εύνοια του καθεστώτος. Το σημαντικό είναι ότι η Χούντα εξυπηρετούσε τα συμφέροντα των εφοπλιστών – τόσο μέσω καταστολής των ναυτεργατικών σωματείων όσο και μέσω του νομικού πλαισίου.
Σήμερα, σχεδόν 50 χρόνια μετά την πτώση της δικτατορίας, η κατάσταση παραμένει αναλλοίωτη σε πολλά σημεία. Η ελληνική ναυτιλία είναι πρώτη στον κόσμο σε ιδιόκτητο εμπορικό στόλο και λειτουργεί με βάση τις ίδιες φορολογικές αρχές. Οι εφοπλιστές συνεχίζουν να φορολογούνται με βάση τη χωρητικότητα (tonnage tax), έχουν εξαιρεθεί από φόρο εισοδήματος, ενώ προστατεύονται από το Σύνταγμα (άρθρο 107).
Η πολιτική εξουσία, ανεξαρτήτως ιδεολογίας, διατηρεί συμμαχική σχέση με την Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών. Οι κυβερνήσεις συμμετέχουν σε εκδηλώσεις, συναντήσεις και επιχειρηματικά συνέδρια, προβάλλοντας τη ναυτιλία ως «εθνικό κεφάλαιο». Η βασική δικαιολογία για τη διατήρηση του ειδικού καθεστώτος είναι πως οι εφοπλιστές μπορούν να φύγουν εύκολα από την Ελλάδα αν πιεστούν φορολογικά – κάτι που θα σήμαινε απώλεια συναλλάγματος και διεθνούς επιρροής.
Ωστόσο, η κοινωνική αντίδραση εντείνεται. Πολλοί πολίτες θεωρούν απαράδεκτο το γεγονός ότι οι ναυτιλιακές εταιρείες συνεισφέρουν ελάχιστα στον κρατικό προϋπολογισμό, την ώρα που οι υπόλοιπες τάξεις επιβαρύνονται όλο και περισσότερο. Παράλληλα, ευρωπαϊκοί θεσμοί έχουν κατά καιρούς ασκήσει κριτική στην Ελλάδα για την αδυναμία ελέγχου και φορολόγησης των ναυτιλιακών εταιρειών, χωρίς όμως ουσιαστικό αποτέλεσμα. Ενδεικτικά, το 2015 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ξεκίνησε επίσημη έρευνα για το ελληνικό καθεστώς φορολόγησης της ναυτιλίας, επισημαίνοντας πως ενδέχεται να συνιστά κρατική ενίσχυση κατά παράβαση του ευρωπαϊκού δικαίου. Η έρευνα έκλεισε το 2019 χωρίς να επιβληθούν ουσιαστικές κυρώσεις, γεγονός που δείχνει το πολιτικό βάρος του ναυτιλιακού λόμπι.
Αξίζει επίσης να αναφερθεί ότι το 2020 η ελληνική κυβέρνηση επέκτεινε την ισχύ του Νόμου 89, ενώ η Ένωση Ελλήνων Εφοπλιστών ανακοίνωσε «οικειοθελή εισφορά» στον κρατικό προϋπολογισμό αντί κανονικής φορολόγησης, ως αντίμετρο στην κριτική. Σύμφωνα με ανακοίνωση του Υπουργείου Οικονομικών, το 2021 η συνεισφορά αυτή ανήλθε μόλις στο 0,06% των συνολικών κρατικών εσόδων.
Για να αμβλύνουν τις αντιδράσεις, πολλοί εφοπλιστές δραστηριοποιούνται μέσω κοινωφελών ιδρυμάτων. Το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, το Ίδρυμα Ωνάση και άλλοι οργανισμοί χρηματοδοτούν νοσοκομεία, πολιτιστικά έργα, ακόμη και κρατικές δομές. Ενδεικτικά, το Ίδρυμα Νιάρχου δώρισε ασθενοφόρα στο ΕΚΑΒ και χρηματοδότησε την ανέγερση του Κέντρου Πολιτισμού στο Φάληρο, ύψους άνω των 600 εκατομμυρίων ευρώ. Το Ίδρυμα Ωνάση, από την άλλη, συμμετείχε στην ανακαίνιση του Εθνικού Καρκινολογικού Κέντρου και προσέφερε υποτροφίες για έρευνα και εκπαίδευση. Αυτή η «αντισταθμιστική φιλανθρωπία» συχνά χρησιμοποιείται για να δικαιολογήσει το φορολογικό καθεστώς, αλλά δεν παύει να προκαλεί ερωτήματα ως προς τη διαφάνεια και τη δικαιοσύνη.
Εν κατακλείδι, οι εφοπλιστές στην Ελλάδα απολαμβάνουν μια ασυλία που, αν και δεν προέρχεται πλέον από στρατιωτική εξουσία, εξακολουθεί να βασίζεται σε μια διαχρονική συμμαχία με την πολιτική εξουσία. Η ελληνική κοινωνία καλείται να αποφασίσει αν αυτό είναι ένα αποδεκτό αντάλλαγμα για τη διατήρηση της ναυτιλιακής υπεροχής ή μια διαρκής αδικία σε βάρος της φορολογικής ισότητας.
Σε κάθε περίπτωση, η «ασυλία διαρκείας» των εφοπλιστών παραμένει ένας από τους πιο ευαίσθητους και συμβολικούς κόμβους του ελληνικού πολιτικοοικονομικού συστήματος.