Σεπτέμβριος του 2023: μια 23χρονη κατήγγειλε στην Αστυνομία πως ο ίδιος ο πατέρας της τη βίαζε κατ’ εξακολούθηση, έξι χρόνια πριν. Από την πρώτη στιγμή ο κατηγορούμενος αρνήθηκε τα όσα του καταλόγισε η κόρη του, έχοντας τη στήριξη της συζύγου του, των υπόλοιπων παιδιών τους και της μικρής κοινωνίας του χωριού τους στην ορεινή Αχαΐα.
Η υπόθεση που σόκαρε την Αχαΐα αναβίωσε στην αίθουσα του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Πατρών, το οποίο μετά από τρεις δικασίμους και την εξέταση πολλών μαρτύρων, ανακοίνωσε την ετυμηγορία του. Το δικαστήριο έκρινε ομόφωνα ένοχο τον κατηγορούμενο για βιασμό κατ’ εξακολούθηση και γενετήσια πράξη μεταξύ συγγενών κατ’ εξακολούθηση, ενώ κατά πλειοψηφία για ενδοοικογενειακή επικίνδυνη σωματική βλάβη. Η συνολική ποινή που του επιβλήθηκε ήταν κάθειρξη 16 ετών, χωρίς να του αναγνωριστεί κανένα ελαφρυντικό και χωρίς να γίνει δεκτό το αίτημά του για αναστολή εκτέλεσης της ποινής μέχρι την έφεση.
Με δάκρυα στα μάτια τα μέλη της οικογένειας του κατηγορούμενου άκουσαν την δικαστική απόφαση και έσπευσαν να του δώσουν κουράγιο, πιστεύοντας ότι η 23χρονη λέει ψέματα και πως η αθωότητά του θα αποδειχθεί στο εφετείο. Στην άλλη άκρη της δικαστικής αίθουσας, η 23χρονη καταγγέλλουσα βρισκόταν με τον σύντροφό της, συγγενή του πατέρα της, στον οποίο ο κατηγορούμενος επέρριψε ευθύνες για τα όσα του καταλόγισε η κόρη του.
Η Εισαγγελέας της Έδρας ήταν καταπέλτης στην αγόρευσή της, προτείνοντας την ενοχή του κατηγορουμένου και αντέκρουσε τους ισχυρισμούς του, καταλογίζοντας του «μανία ζήλιας» σε βάρος της κόρης του. Μίλησε επίσης για αντιφάσεις στις καταθέσεις της μητέρας και των αδελφών της. «Δεν υποκύπτει κανένα κίνητρο της εγκαλούσας καθώς ήδη είχε κατακτήσει την ελευθερία της. Κανείς δεν την δασκάλεψε και πράγματι υπέστη την τραυματική εμπειρία» είπε η Εισαγγελέας.
Οι δικηγόροι της κατηγορίας, εστίασαν στις αντιφάσεις των καταθέσεων, τονίζοντας ότι η εντολέας τους δεν είχε λόγο να πει ψέματα. Από την άλλη, ο συνήγορος υπεράσπισης του κατηγορούμενου ανέφερε πως δεν προκύπτει κανένα στοιχείο για την τέλεση του βιασμού, εστιάζοντας στην απουσία ιατροδικαστικής πραγματογνωμοσύνης και ψυχοδιαγνωστικής εξέτασης της εγκαλούσας, καθώς και στην μη άρση του τηλεφωνικού απορρήτου. Παρ’ όλα αυτά, τα ελαφρυντικά που ζήτησε για τον κατηγορούμενο δεν έγιναν δεκτά.